αδιάλυτος

αδιάλυτος
-η, -ο (Α ἀδιάλυτος, -ον) [διαλύω]
ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί
νεοελλ.
1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος
2. άφθαρτος, ακατάλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διαλύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαλυτότητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάλυτος — undissolved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάλυτος — η, ο 1.αυτός που δε διαλύεται: Πολλά σώματα μένουν αδιάλυτα στο νερό. 2. αξεδιάλυτος, ανεξιχνίαστος: Μυστήριο αδιάλυτο σκεπάζει την υπόθεση αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαλύτως — ἀδιάλυτος undissolved adverbial ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάλυτον — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc sg ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτοις — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτου — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτους — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτων — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτῳ — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάλυτα — ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”